- κακοκαρπία
- κακοκαρπίᾱ , κακοκαρπίαbearing badfem nom/voc/acc dualκακοκαρπίᾱ , κακοκαρπίαbearing badfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοκαρπία — κακοκαρπία, ἡ (AM) [κακόκαρπος] 1. κακή κατάσταση τών καρπών, παραγωγή κακών ή ατελών καρπών 2. (κατ επέκτ.) ακαρπία … Dictionary of Greek
κακοκαρπίας — κακοκαρπίᾱς , κακοκαρπία bearing bad fem acc pl κακοκαρπίᾱς , κακοκαρπία bearing bad fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοκαρπίαν — κακοκαρπίᾱν , κακοκαρπία bearing bad fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)